ταπεινοφροσύνη

ταπεινοφροσύνη
ταπεινοφροσύνη, ης, ἡ (s. prec.; Epict. 3, 24, 56; Jos., Bell. 4, 494, both in a pejorative sense) in our lit. only in a favorable sense (τὸ τῆς τ. δόγμα Orig., C. Cels. 6, 15, 23; ταπεινοφροσύνης σωτήριον Did., Gen. 70, 26) humility, modesty Phil 2:3 (in dat. of the motivating cause); 1 Pt 5:5; 1 Cl 21:8; Hs 5, 3, 7 (of humility that expresses itself in fasting; Leutzsch, Hermas 425f, n. 441). W. ἐπιείκεια 1 Cl 56:1; cp. 58:2. W. ἐπιείκεια and πραΰτης 30:8. W. πραΰτης, μακροθυμία, and other virtues Col 3:12; cp. 2:23. μετὰ πάσης ταπ. in all humility Ac 20:19; Eph 4:2 (+ καὶ πραΰτητος); without πάσης 1 Cl 31:4; 44:3. πᾶσα ἐρώτησις ταπεινοφροσύνης χρῄζει every prayer requires humility Hv 3, 10, 6. Humility can also be wrongly directed Col 2:18, 23.—Lit. s.v. πραΰτης and ταπεινόω 4. Also KDeissner, D. Idealbild d. stoischen Weisen 1930; Vögtle (s.v. πλεονεξία) word-list; LGilen, Demut des Christen nach d. NT: ZAszMyst 13, ’38, 266–84; LMarshall, Challenge of NT Ethics ’47, 92–96; ADihle, Demut: RAC III ’56, 735–78 [lit.]; SRehol, Das Problem der Demut in der profan-griechischen Literatur im Vergleich zu Septuaginta und NT ’61.—DELG s.v. ταπεινός. EDNT. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταπεινοφροσύνη — humility fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινοφροσύνῃ — ταπεινοφροσύνη humility fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινοφροσύνη — η, ΝΜΑ [ταπεινόφρων, ονος] η ιδιότητα τού ταπεινόφρονα, μετριοφροσύνη, σεμνότητα αρχ. κατάπτωση τής διάθεσης, αθυμία …   Dictionary of Greek

  • ταπεινοφροσύνη — η ταπεινότητα, μετριοφροσύνη, σεμνότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταπεινοφροσύναι — ταπεινοφροσύνη humility fem nom/voc pl ταπεινοφροσύνᾱͅ , ταπεινοφροσύνη humility fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινοφροσύνηι — ταπεινοφροσύνῃ , ταπεινοφροσύνη humility fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινοφροσύνην — ταπεινοφροσύνη humility fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινοφροσύνης — ταπεινοφροσύνη humility fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετριότητα — η (ΑΜ μετριότης, ητος) [μέτριος] 1. η μέση κατάσταση 2. η μετριοπάθεια («ἡμῑν δὲ αἰσχρὸν βιάσασθαι τὴν τούτων μετριότητα», Θουκ.) 3. μετριοφροσύνη, ταπεινοφροσύνη 4. μέτρια, μικρή ικανότητα («λόγω τής μετριότητάς του δεν μπόρεσε ποτέ να… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • -σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”